Άρθρο της Κατερίνας Ζαμαρία
Αναδημοσίευση από το Διάστιχο.
Σε μια χώρα μακρινή, που κανείς δεν ξέρει, υπήρχε ένα παιδί από μετάξι. Το έλεγαν μεταξένιο και φοβόταν τη ζωή, μια νύχτα όμως φάνηκε γενναίο και πήγε στη γιορτή. Εκεί τα βρήκε δύσκολα και έχασε αρκετά κομμάτια του, μα –χάρη σε ένα ραφτάκι– βρήκε την αγκαλιά, τη φροντίδα, την αγάπη…
Αυτός είναι ο πυρήνας του καινούργιου βιβλίου του Κυριάκου Χαρίτου Το μεταξένιο, σε εικονογράφηση Βασίλη Κουτσογιάννη, που κυκλοφορεί από το Μεταίχμιο. Ο Κυριάκος Χαρίτος γράφει βιβλία για παιδιά, πεζά και ποίηση για ενήλικες, και δημοσιεύει στη σελίδα του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κείμενα-σκέψεις (θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ιστορίες bonsai ή ένα διαδικτυακό ημερολόγιο), που δείχνουν πόσο εξαιρετικά χειρίζεται τη μικρή φόρμα.
Η ιστορία του μεταξένιου είναι μια πολυεπίπεδη ιστορία. Μια ιστορία με ψυχαναλυτική υπόσταση, αφού το κυρίαρχο θέμα περιστρέφεται γύρω από αυτό που αποκαλούμε ταυτότητα – με όποια προέκταση δίνει ο καθένας στη λέξη αυτή. Είναι η ιστορία ενός πλάσματος που κάνει το αποφασιστικό βήμα να εγκαταλείψει τον περίκλειστο και ασφαλή κόσμο (που η μητέρα του έχει δημιουργήσει γύρω του) και να βγει «έξω». Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης, λοιπόν; Θα μπορούσε να διαβαστεί και έτσι. Ως ένα coming out στην ίδια τη ζωή. Ωστόσο, θα ήταν άδικο να προσπαθήσουμε να κατηγοριοποιήσουμε –θεματικά και ηλικιακά, ακόμα– ένα βιβλίο που, χάρη στον αλληγορικό του χαρακτήρα, προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις. Η ιδιαιτερότητά του (και εδώ αναδεικνύεται και η λογοτεχνική του αξία) συνίσταται ακριβώς στο ότι όποιος το διαβάζει, ανακαλύπτει μια δική του ερμηνευτική εκδοχή, προσεγγίζοντάς το με το δικό του αναγνωστικό βλέμμα.
Ποιος είναι το μεταξένιο και ποιος το ραφτάκι; Ποια είναι αυτά τα δυο –διαφορετικά μεταξύ τους– πλάσματα, που θα συναντηθούν στον απόηχο μιας γιορτής, στην οποία το ένα δεν πρόλαβε να πάει και η οποία για το άλλο υπήρξε καταστροφική; Ποιο είναι η περσόνα του δημιουργού; Μπορεί ο Άλλος να γίνει ο καθρέφτης της δικής σου αλλαγής; Μπορεί, αν είσαι το μεταξένιο, το ραφτάκι να κρύβεται μέσα σου;
Ο λόγος και οι εικόνες είναι οι δύο ισχυροί πυλώνες πάνω στους οποίους χτίζεται το βιβλίο. Λόγος που στηρίζει την αφήγηση με τρόπο μοναδικό. Εικονοπλαστικός, μικροπερίοδος, με ασύνδετα σχήματα και λέξεις που σχηματίζουν –κυριολεκτικά– σχήματα (κύκλους, ημικύκλια και σκάλες), με πληθώρα επιθέτων και ουσιαστικών, με λέξεις που ο Χαρίτος συνθέτει σε μια ιδιότυπη γλωσσοπλασία. Παράγει αποτέλεσμα όχι από το τι λέγεται, αλλά και από το πώς λέγεται. Με ισορροπία στον λυρισμό που διαθέτει, καταφέρνει να μιλήσει με ποιητικότητα και ρυθμό στους αναγνώστες, ειδικά σε μια εποχή που ο λόγος φαίνεται να συρρικνώνεται και να χάνει το βάθος του.
Αξιοποιώντας δύο αφηγητές, έναν ενδοκειμενικό –τη μητέρα– κι έναν εξωκειμενικό παντογνώστη, δημιουργεί ένα βιβλίο με πολλαπλά θεματικά κέντρα: ο φόβος, η υποταγή, η φιλία, η δύναμη να αλλάζεις, τα κλουβιά στα οποία σε κλείνουν στο όνομα της αγάπης και της προστασίας ή εκείνα όπου εσύ κλείνεσαι, η αποδοχή της διαφορετικότητας, η δύναμη να ξαναφτιάχνεις τον εαυτό σου με νέα υλικά, οι διαπροσωπικές σχέσεις: άνθρωποι που τραυματίζουν και άνθρωποι που θεραπεύουν.
Ο εγκιβωτισμός πληθώρας παραμυθιακών στοιχείων (όπως οι επαναλήψεις, οι αριθμοί, η διαβεβαίωση περί της αλήθειας) επιτρέπουν στον συγγραφέα να καταφέρει κάτι μοναδικό. Να χρησιμοποιήσει την ιδανική δοσολογία στο «σκοτάδι» που υπάρχει στο βιβλίο:
Του έλεγε η μάνα του, η μεταξομάνα του... Μεταξένιο μου κι απαλένιο μου… Πρόσεχε τη βροχή, τη φωτιά, τα δάκρυα, τα φιλιά… μα πιο πολύ απ’ όλα, μεταξένιο μου κι απαλένιο μου, μεταξάκι μου κι απαλάκι μου, μεταξομονάκριβό μου… πρόσεχε τους ανθρώπους.
Γιατί αυτός ο κόσμος που φαντάζει στα μάτια του μεταξένιου λαμπερός, όσο είναι κλεισμένο στο προστατευτικό του κουκούλι, μετατρέπεται σε κόσμο φτιαγμένο από τα πιο σκληρά υλικά:
Τραβάγανε, τσιμπάγανε, το μετάξι του ήθελαν δικό τους… Πονούσε, φώναζε, σκιζόταν, τσαλακωνόταν… Κανείς…
Ο συμβολισμός είναι το κυρίαρχο εργαλείο του Χαρίτου. Έχουμε ένα βιβλίο που εστιάζει πρώτα στο τι με κάνει να νιώθω ως αναγνώστης και μετά στο τι με κάνει να σκέφτομαι. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται το θέμα αποκλίνει από την κυρίαρχη αντίληψη ότι πίσω από κάθε κείμενο πρέπει να εμπεριέχεται ένα ηθικό δίδαγμα ή μια χρηστική συμβουλή (που συχνά οδηγεί τους γονείς στο να αναζητούν βιβλία-εγχειρίδια).
Το όνομα του πρωταγωνιστή αποτυπώνει και την ψυχοσύνθεσή του. Ο συγγραφέας δημιουργεί ένα πλάσμα που στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο έχουν συγκεραστεί αντίθετα μεταξύ τους χαρακτηριστικά: πολύτιμο, ακριβό, ευαίσθητο, αλλά ταυτόχρονα ευάλωτο, δύσχρηστο, που τσαλακώνεται και λερώνεται εύκολα, που γίνεται υλικό πάνω στο οποίο κάποιος μπορεί να αποτυπώσει τα δικά του μοτίβα (για να θυμηθούμε και τις μεταξοτυπίες). Τα ρούχα γίνονται σύμβολο του εσωτερικού κόσμου: «Σκισμένο, κουρελιασμένο… ούτε η μάνα μου τώρα δε θα με γνώριζε…». Και τότε θα έρθει ένα ραφτάκι. «Μπορείς να με φτιάξεις; Να με ξαναράψεις;» θα το ρωτήσει το μεταξένιο. Κι εκείνο, δώδεκα μερόνυχτα ακοίμητο, θα του κλείσει τις τρύπες, θα συνενώσει τα κουρελιασμένα του κομμάτια. Με υλικό γερό κι ανθεκτικό, σαν το βαμβάκι. Ζεστό και δροσερό, που δε λεκιάζει, που ρουφά τα δάκρυα. Κι αν το μεταξένιο είναι πλασμένο από υλικό που το αναγκάζει να ζει εγκλωβισμένο σε ένα κουκούλι, κι αν στην έξοδό του στον κόσμο «νόμιζε πως πέθανε… όλα γίνανε μαύρα… πιο μαύρα», το ραφτάκι είναι αυτό που θα του δείξει πως ο πόνος είναι, κάποτε, ένα κομμάτι της αγάπης και, αγκαλιάζοντάς τον, προχωράς, το ραφτάκι είναι αυτό που θα καλύψει την απόσταση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους, αποκαλύπτοντας τη δύναμη μιας άλλης αγάπης, που οδηγεί στην αποδοχή.
Με ευφυή τρόπο ο Χαρίτος επιλέγει το ουδέτερο γένος στην ονοματοδοσία του πρωταγωνιστή. Όχι μόνο γιατί στην αγαπητική γλώσσα συχνά ο λόγος εκφέρεται στο ουδέτερο γένος. Όχι μόνο γιατί είναι στοιχείο του παραμυθιού. Ούτε γιατί εκφραστικά αποτυπώνεται έτσι, με τον καλύτερο τρόπο, η αθωότητά του, αφού έχει παραμείνει ανέγγιχτο από την κοινωνία. Έχω την αίσθηση ότι ο συγγραφέας, θέλοντας να αποδομήσει στερεότυπα, επιλέγει να μιλήσει για ένα πλάσμα πέρα από τα φύλα. Γιατί τα ανθρώπινα συναισθήματα και οι ανάγκες δεν μπορούν να εγκλωβίζονται σε στεγανά με βάση το φύλο, την ηλικία ή όποια άλλη βαθιά ενσωματωμένη κοινωνική επιταγή.
Η εικονογράφηση του Κουτσογιάννη ονειρική. Δημιουργεί ένα κείμενο πάνω στο κείμενο, αποδεικνύοντας το πόσο καθοριστικό ρόλο παίζει η ματιά του εικονογράφου στο τελικό αποτέλεσμα, αισθητικό και μη. Ένα καθρέφτισμα του κειμένου στη λίμνη των χρωμάτων και των σχημάτων. Αξιοποιώντας στοιχεία από τη γιαπωνέζικη τέχνη, παίζοντας με τις αποχρώσεις του μπλε χρώματος που καταλήγουν σε μοβ, σχεδόν δημιουργώντας υφές στις σελίδες του βιβλίου, με υφάσματα ημιδιάφανα, με κλωστές που άλλοτε λάμπουν κι άλλοτε διαρρηγνύονται, άλλοτε με χρώματα ψυχρά κι άλλοτε θερμά, οδηγεί σε μια δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου. Τα κλουβιά στις αρχικές εικόνες, το μοναχικό ξερόκλαδο, ο πελαργός, είναι εργαλεία παράλληλης ανάγνωσης. Σύμβολα που, καθώς το μεταξένιο θα αρχίσει να παραμερίζει τις κουρτίνες που το περιβάλλουν, θα μεταλλαχτούν.
Ναι.
Τι;
Δεν το πιστεύεις;
Αλήθεια…
Μια φορά ήταν ένα μεταξένιο αγόρι…
Ένα βιβλίο που σε κάθε ανάγνωση ανακαλύπτεις κάτι ακόμα. Που δικαιώνει την άποψη ότι η επαφή με την Τέχνη γεννά απόλαυση. Ένα βιβλίο που ανέβασε πολύ ψηλά τον πήχη της λογοτεχνίας για παιδιά.
Το μεταξένιο
Κυριάκος Χαρίτος
εικονογράφηση: Βασίλης Κουτσογιάννης
Μεταίχμιο
48 σελ.
ISBN 978-618-03-4145-4