Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Πέτρος Χριστούλιας: «Η Μαγεμένη»

 


Άρθρο της Κατερίνας Ζαμαρία

Αναδημοσίευση από το Διάστιχο.

Τέσσερα παιδιά, το καθένα με τη δική του ιστορία, γίνονται μια παρέα και θα ζήσουν μια περιπέτεια που θα αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στη μνήμη και την καρδιά τους. Το βιβλίο Η Μαγεμένη του Πέτρου Χριστούλια, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ίκαρος και απευθύνεται σε παιδιά ηλικίας 9+ ετών, είναι μια περιπέτεια για τη φιλία και τη διαφορετικότητα με φόντο τις Μαγεμένες, τις «Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης».

Το βιβλίο αποτελεί έμπρακτη απόδειξη για το πώς η ιστορία τροφοδοτεί τη μυθοπλασία, ενώ ταυτόχρονα καθιστά σαφές πως πίσω από την καλή λογοτεχνία, σε όποια ηλικιακή ομάδα κι αν απευθύνεται, κρύβεται ενδελεχής έρευνα, που αποτελεί στέρεο υπόβαθρο της γραφής.

Για όσους δεν γνωρίζουν, ο περίφημος μύθος των Μαγεμένων της Θεσσαλονίκης ξεκινά από τη φήμη ενός παράνομου έρωτα, μεταξύ του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της γυναίκας του βασιλιά της Θράκης. Όταν η μοιχός σύζυγος πήγε να συναντήσει τον Αλέξανδρο, τόσο εκείνη όσο και η συνοδεία της μαρμάρωσαν. Οι Μαγεμένες της Θεσσαλονίκης, επίσης γνωστές ως Las Incantadas, είναι ομάδα γλυπτών που αποτελούνταν από πέντε στήλες κορινθιακού ρυθμού, οι τέσσερις από τις οποίες διέθεταν αμφίπλευρα γλυπτά. Τα οκτώ αγάλματα (της Μαινάδας, του Διονύσου, της Αριάδνης, της Λήδας, του Γανυμήδη, ενός εκ των Διόσκουρων, της Αύρας και της Νίκης), που κοσμούσαν τη λεγόμενη στοά των Ειδώλων, τοποθετούνται εκεί κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα.

Αυτά τα αγάλματα για πάνω από 100 χρόνια προσπαθούν να τα αρπάξουν οι διάφοροι πρόξενοι της περιοχής. Αυτός που τελικά θα τα αρπάξει, το 1864, και θα τα μεταφέρει στη Γαλλία είναι ο Εμανουέλ Μιλέρ (Emmanuel Miller), με μια γενναία δωροδοκία του Σουλτάνου. Σε επιστολή του προς τη σύζυγό του, ο Μιλέρ αφηγείται: «Ο Σουλτάνος, μέσω του Μεγάλου Βεζίρη, του Φουάντ Πασά, μου έδωσε την άδεια να αποκολλήσω και να μεταφέρω στη Γαλλία οκτώ αγάλματα της Σαλονίκης, που ήθελα τόσο πολύ...». Η αφαίρεση των περίφημων Μαγεμένων, που είναι γνωστές και ως «Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης», ήταν η πρώτη επίσημα καταγεγραμμένη κλοπή, με την άδεια των τότε οθωμανικών αρχών της πόλης. Τα αγάλματα τοποθετήθηκαν στο Λούβρο, ενώ το μνημείο καταστράφηκε και τα ίχνη του χάθηκαν.

Η ιστορία που αφηγείται ο Χριστούλιας είναι μια περιπέτεια, η δράση της οποίας κρατά μερικές ώρες. Ξεκινά ένα μεσημέρι καλοκαιριού και τελειώνει λίγες ώρες αργότερα. Χρησιμοποιώντας ως αφορμή τη σκανταλιάρικη διάθεση των παιδιών αυτής της ηλικίας, ο συγγραφέας θα βάλει τους ήρωές του να απομακρύνονται από το σπίτι τους, κι έτσι οι αναγνώστες θα περιπλανηθούν μαζί τους στη Θεσσαλονίκη της οθωμανικής περιόδου.

Ο Αλί, ο μικρός μουσουλμάνος που κατοικεί δίπλα στην Καμάρα, θα γνωριστεί με τον Δημήτρη, «που κατοικούσε στη γειτονιά των Ρωμιών». Η γνωριμία τους θα εμπλουτιστεί από τις ιστορίες της κουλτούρας τους που ανταλλάσσουν, αλλά και από εκείνες που πλάθει η παιδική τους φαντασία. Μια μέρα, σκέφτονται πως «μια βόλτα στις γύρω γειτονιές θα ήταν μια καλή ευκαιρία να δουν και να μάθουν και τίποτα άλλο». Και κάπως έτσι, διευρύνοντας τα όρια του κόσμου τους, θα φτάσουν στην άλλη άκρη της πόλης, εκεί που γίνεται το περίφημο ανατολίτικο παζάρι. Μετά «αφού περνούσαν την αγορά, θα έφταναν σε ένα μέρος διάσπαρτο με αρχαία μάρμαρα. Ποιος ξέρει τι ανακαλύψεις τούς περίμεναν εκεί!». Εκεί θα γνωρίσουν τους άλλους δύο ήρωες, τον Ιάκωβο ή Τζάκο, γιο Εβραίου εμπόρου που βοηθά τον πατέρα του στο παζάρι, και τη Νίκη, μια μικρή αγρότισσα από ένα χωριό κοντά στην πόλη, που ο πατέρας της προμηθεύει γάλα τους μαγαζάτορες της Θεσσαλονίκης.

Με γόνιμο τρόπο ο συγγραφέας θα εγκιβωτίσει στην αφήγησή του μικρές αλλά ουσιαστικές λεπτομέρειες. Οι σκηνές στην αγορά με τα τοπικά προϊόντα, όπως το σαφράν (για την παραγωγή και την αξία του οποίου δίνονται αρκετές πληροφορίες), οι αναφορές στα μεταφορικά μέσα της εποχής, όπως το ιππήλατο τραμ, η περιγραφή του λιμανιού με την ξύλινη προβλήτα ή του λιθόστρωτου δρόμου της πόλης, που μετατρέπεται σε χωματόδρομο που καταλήγει σε γειτονιές με χαμόσπιτα, αποδίδουν πειστικά το πλαίσιο του χώρου και του χρόνου της αφήγησης. Με την ίδια ακρίβεια εγκιβωτίζει λεπτομέρειες που αποδίδουν την πολυπρόσωπη ταυτότητα της Θεσσαλονίκης. Με την ενσωμάτωση λέξεων από τις ομιλούμενες γλώσσες της εποχής (όπως οι τσανταρμάδες, δηλαδή οι χωροφύλακες) ή την ενδυμασία των ανθρώπων (από τη μαντιλοφορεμένη Νίκη ως τους Φράγκους με τα ημίψηλα καπέλα και τις κυρίες με τα ομπρελίνα ή τη βρόμικη φανέλα των λιμενεργατών), ο Χριστούλιας θα στήσει και την ανθρωπογεωγραφία της εποχής.

Η περιπέτεια των τεσσάρων παιδιών στο λιμάνι θα εξελιχτεί σε ένα άτυπο κυνήγι θησαυρού. Τα αρχαία αγάλματα θα αναδειχθούν σε συμπρωταγωνιστές. Η προσπάθεια κάποιων λαθρεμπόρων να κλέψουν «το μαρμάρινο κορίτσι» θα επιτρέψει στον συγγραφέα να βάλει και μια άλλη παράμετρο στο κείμενό του. Η περιγραφή του αγάλματος που οι λαθρέμποροι προσπαθούν να φυγαδεύσουν, μέσα από το βλέμμα του μικρού πρωταγωνιστή, αλλά και η «συνομιλία» του Αλί με το άγαλμα, θα αποκαλύψουν στον αναγνώστη τον μαγικό ρόλο της Τέχνης. «Ο μάστορας που σε έφτιαξε ήξερε τον τρόπο να ζωντανεύει την πέτρα» θα της πει ο Αλί. «Πώς γίνεται πριν από τόσα χρόνια οι άνθρωποι να γνώριζαν τόσα πολλά πράγματα. Μπορεί ο θεός αυτού που σε σκάλισε να ήρθε ένα βράδυ στον ύπνο του και να του φανέρωσε τον τρόπο. Σαν να παίζει με τα εργαλεία του ένα όμορφο τραγούδι, που σιγά σιγά γίνεται μαρμάρινη εικόνα».

Μέσα από την οπτική του παιδιού, θα εκφραστεί και η άποψη του ίδιου του Χριστούλια για τον ρόλο της τέχνης στην εκπαίδευση. Σε συνέντευξή του, στο Evia Press, είχε δηλώσει: «Νομίζω ότι η εποχή αλλάζει από χρόνο σε χρόνο πάρα πολύ γρήγορα και ό,τι και να πω μπορεί να μην ισχύει για το πολύ κοντινό μέλλον. Το μόνο που ξέρω είναι ότι όσο το είδος μας υπάρχει σε αυτόν τον πλανήτη, θα υπάρχει και κάποια καλλιτεχνική δραστηριότητα και θα διεισδύει και στην εκπαίδευση, γιατί νομίζω ότι η παραγωγή τέχνης είναι βιολογικό μας χαρακτηριστικό».

Η ιστορία του Χριστούλια συνοδοιπορεί με βιβλία όπως Ο κήπος με τ’ αγάλματα της Ελένης Σαραντίτη, με το Όταν έφυγαν τ’ αγάλματα ή Το παιδί και το άγαλμα του Άντερσεν της Αγγελικής Δαρλάση, με το βιβλίο του Σ. Σταύρου STILL! Ένα άγαλμα που γύρισε τον κόσμο, Το άγαλμα που κρύωνε του Χ. Μπουλώτη ή τη συλλογή διηγημάτων της Εύης Πίνη Η Κυρά της Ελευσίνας και άλλες ιστορίες. Με τη Μαγεμένη, ο Πέτρος Χριστούλιας βάζει τον εαυτό του σε εκείνη την ομάδα των Ελλήνων/-ίδων συγγραφέων που χρησιμοποιούν τα αγάλματα ως πρωταγωνιστές των ιστοριών τους, προκειμένου να αφηγηθούν πτυχές της Ιστορίας λιγότερο γνωστές ή τη στάση κάποιων απέναντι στα μνημεία πολιτισμού. Και με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύουν ότι η Ιστορία δεν αφορά ποτέ μόνο το παρελθόν. Συνομιλεί διαρκώς με το παρόν, ξαναγράφεται και βλέπει με διαφορετικό βλέμμα σύμβολα και μνημεία.

Στο βιβλίο, πέραν του ότι μας παρακινεί να γνωρίσουμε μια εν πολλοίς άγνωστη πτυχή της Ιστορίας, πρέπει να αναγνωρίσουμε και κάτι ακόμα. Είναι ευδιάκριτο στην αφήγηση ότι η αγάπη για τον πολιτισμό δεν συγχέεται με μια άγονη προγονολατρία, που ταλάνισε και ταλανίζει τον τρόπο με τον οποίο συχνά παρουσιάζεται ή αντιμετωπίζεται το παρελθόν.

Επισημάνθηκε εξαρχής ότι είναι ευδιάκριτη στο βιβλίο η ενδελεχής έρευνα που προϋπήρξε. Στο τέλος της ιστορίας, τα παιδιά καταλήγουν στη μελαγχολική διαπίστωση ότι ανήκουν σε εντελώς διαφορετικούς κόσμους και αναρωτιούνται αν θα καταφέρουν να ξανασυναντηθούν. Γιατί αυτή είναι η ιστορική αλήθεια. Στην «εποχή των αυτοκρατοριών», όπως τη χαρακτήρισε ο Hobsbawm, στα εδάφη των οποίων συνυπήρχαν διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές κοινότητες, όπως ακριβώς στην Οθωμανική Θεσσαλονίκη, η συνύπαρξη δεν ήταν πάντα ειρηνική.

Όπως υπογραμμίζει και ο ίδιος ο συγγραφέας στο επιλογικό του σημείωμα: «Η πολυπολιτισμικότητα της Θεσσαλονίκης, όπως εξιδανικευμένα την έχουμε στο μυαλό μας, δεν ήταν δεδομένη. Μπορεί οι κοινωνικές τάξεις που καθόριζαν την οικονομική δραστηριότητα της πόλης να είχαν παραμερίσει κάπως τις διαφορές τους, όμως τις περισσότερες φορές η συνύπαρξη ήταν δύσκολη». Γι’ αυτό δεν αποφεύγει να εγκιβωτίσει στην ιστορία του ούτε τις προκαταλήψεις της μιας κοινότητας για την άλλη ούτε και τις μεταξύ τους ανοιχτές συγκρούσεις. Το κεφάλαιο με τα παιδιά των γειτονιών που παίζουν πετροπόλεμο καταγράφει την πραγματικότητα, που δεν άφηνε ανεπηρέαστα ούτε τα μικρά παιδιά.

Ο Πέτρος Χριστούλιας γεννήθηκε, μεγάλωσε και έφτιαξε τις πρώτες του εικόνες στη Χαλκίδα. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών στο ΑΠΘ. Εργάζεται ως εικονογράφος και δημιουργός κόμικς και πολλές φορές εικονογραφεί τις δικές του ιστορίες. Στη Μαγεμένη, οι μονοσέλιδες και δισέλιδες ασπρόμαυρες εικόνες του, οι μικρές λεπτομέρειες και η καρτουνίστικη διάθεση αποτυπώνουν το ύφος και τις συνθήκες της εποχής. Στο εξώφυλλο, το μοναδικό έγχρωμο σημείο του βιβλίου, δημιουργεί ένα εντυπωσιακό δίπτυχο (ή μάλλον τρίπτυχο, αν συμπεριλάβουμε και το αυτί του οπισθοφύλλου) και αποδίδει, λεπτοδουλεμένα, τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα και τον τόπο.

Ένα βιβλίο που, πέρα από την καθαρή αναγνωστική απόλαυση, προσφέρεται για τη μύηση, την ευαισθητοποίηση και τη συζήτηση με τα παιδιά για θέματα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και του ελληνικού πολιτισμού.

Η Μαγεμένη
Πέτρος Χριστούλιας
εικονογράφηση: Πέτρος Χριστούλιας
Ίκαρος
120 σελ.
ISBN 978-960-572-712-3




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου