Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

«Μεγαλώνοντας παιδιά στην ψηφιακή εποχή» και «Γονιός, κυνηγός, τροφοσυλλέκτης»

 




Άρθρο της Κατερίνας Ζαμαρία

Αναδημοσίευση από το Διάστιχο.


«Μεγαλώνοντας παιδιά στην ψηφιακή εποχή. Κίνδυνοι, προκλήσεις και ευκαιρίες» του Πέτρου Ρούσσου, εκδόσεις Gutenberg. 

Καθηγητής Γνωστικής Ψυχολογίας και Κυβερνοψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ, διευθυντής του Εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας, που ασχολείται ερευνητικά πάνω από 30 χρόνια τώρα με την αλληλεπίδραση παιδιών, εφήβων και ενηλίκων με τις ψηφιακές τεχνολογίες, εστιάζοντας στις επιπτώσεις που έχουν στις νοητικές διεργασίες, στη μάθηση και στη συμπεριφορά μας, ο Πέτρος Ρούσσος είναι ο κατάλληλος άνθρωπος να μιλήσει για ένα από τα μείζονα θέματα της εποχής.

Το βιβλίο του Μεγαλώνοντας παιδιά στην ψηφιακή εποχή κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Gutenberg: Πόσο χρόνο περνούν τα παιδιά μπροστά στις οθόνες; Είναι ασφαλή στο διαδίκτυο; Πώς επηρεάζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την αυτοεικόνα και τις σχέσεις τους; Μπορεί η τεχνολογία να ενισχύσει τη μάθηση ή μήπως τελικά βλάπτει τη συγκέντρωση και την κριτική τους σκέψη; Και το πιο σημαντικό: πώς μπορούν οι γονείς να γίνουν καθοδηγητές και όχι απλώς παρατηρητές στον ψηφιακό κόσμο των παιδιών τους;

Με την τεχνολογία να έχει εισχωρήσει σε κάθε πτυχή της ζωής των παιδιών και των εφήβων, επηρεάζοντας τον τρόπο που επικοινωνούν, μαθαίνουν, δημιουργούν και ψυχαγωγούνται, ο συγγραφέας επιχειρεί να φωτίσει τις πολλές και διαφορετικές πλευρές ενός φαινομένου που απασχολεί όλο και περισσότερο τους εμπλεκόμενους με παιδιά. «Η τεχνολογία μοιάζει με τη θάλασσα: δεν είναι λύση να κρατήσουμε τα παιδιά μακριά από αυτήν. Η λύση είναι να τους μάθουμε να κολυμπούν με ασφάλεια» υποστηρίζει ο συγγραφέας.

Όταν μιλάμε για κινδύνους στο διαδίκτυο, οφείλουμε να αποφύγουμε την εύκολη λύση της μονοδιάστατης εξήγησης και αυτό ο συγγραφέας φαίνεται να το συμμερίζεται. Με τρόπο εμπεριστατωμένο αλλά και με ισόρροπη προσέγγιση, αποφεύγει τη δαιμονοποίηση της τεχνολογίας αλλά δίνει έμφαση στο πώς εκείνοι που πλαισιώνουν τα παιδιά και τους εφήβους θα τους καλλιεργήσουν την κριτική σκέψη και την αυτονομία. Η επιστημονική προσέγγιση, με παράθεση δεδομένων αλλά και παραδειγμάτων από την καθημερινότητα των νεαρών χρηστών, καθιστούν την ανάγνωση προσβάσιμη και ελκυστική από κάθε αναγνώστη (ακόμα και έφηβοι 15+ μπορούν να το διαβάσουν).

Στα μικρής αλλά πλήρους ανάλυσης κεφάλαια του βιβλίου παρουσιάζονται όλα τα θέματα που σχετίζονται με τις οθόνες. Οι θετικές χρήσεις της τεχνολογίας, οι κίνδυνοι από τη χρήση των κινητών και του διαδικτύου, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ο αντίκτυπός τους στα παιδιά, τα οφέλη και οι προκλήσεις από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, το ψηφιακό αποτύπωμα και η διαδικτυακή φήμη, οι νομικές και ηθικές διαστάσεις του φαινομένου.

Ο συγγραφέας ξεκινά από τη βασική παραδοχή ότι η ψηφιακή εποχή είναι μια εποχή που γεννά φόβους αλλά και προκλήσεις. Διευκρινίζει, ωστόσο, πόσο σημαντικό είναι όχι μόνο να έχει κάποιος επίγνωση των «τεράτων» του ψηφιακού κόσμου, αλλά να αποκτήσει και τα εργαλεία και τις γνώσεις για τον εντοπισμό και την αποφυγή τους. Τονίζει –και έχει σημασία αυτό– ότι ο ψηφιακός κόσμος λειτουργεί σαν καθρέφτης μιας κοινωνίας στην οποία η επιθετικότητα, η αποξένωση, η ανασφάλεια, η έλλειψη ορίων, προϋπήρχαν· η τεχνολογία και το διαδίκτυο, όμως, μεγεθύνουν και τα καθιστούν πιο ορατά και πιο ακραία. Απομυθοποιεί την κυρίαρχη αντίληψη ότι η ευκολία με την οποία τα σημερινά παιδιά χειρίζονται τα μέσα συνιστά δεξιότητα, που εν πολλοίς είναι. Κι αυτό γιατί συγχέεται με μια πλασματική αίσθηση ελευθερίας (που δεν υφίσταται, καθώς οι πλατφόρμες επιλέγουν πριν από εμάς για εμάς), αλλά και μια πλασματική αίσθηση επαρκούς γνώσης, καθώς θεωρούν πως το «σερφάρισμα» ισοδυναμεί με πληροφόρηση (που δεν είναι, καθώς ο εγκέφαλος λειτουργεί μεν ως σαρωτής πληροφοριών, αλλά όχι ως εργαλείο κριτικής ανάλυσης και εμβάθυνσης).

Στο βιβλίο επαναπροσδιορίζεται και η έννοια της γονεϊκότητας στην ψηφιακή εποχή. Ο συγγραφέας επισημαίνει κάτι που αποτελεί μια δυσάρεστη διαπίστωση των ημερών: όλο και περισσότεροι έφηβοι πάσχουν από μια μορφή «αθροιστικής αναπηρίας», που εκφράζεται με τη σταδιακή μείωση δεξιοτήτων ζωής, την αντιμετώπιση των δυσκολιών ή την προσαρμογή στις αλλαγές, και αποδίδεται στην εσφαλμένη τάση των γονιών να υπερπροστατεύουν τα παιδιά τους από φόβο μήπως βιώσουν άγχος ή αποτυχία. Ακριβώς γι’ αυτό θεωρεί την έλλειψη ψηφιακού γραμματισμού ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο για παιδιά και γονείς από το διαδίκτυο και τα κινητά. Τονίζει τη σημασία τού να κατέχουν οι γονείς τις γνώσεις, τα εργαλεία και τους τρόπους στήριξης των παιδιών, αναδεικνύοντας τη σημασία του διαλόγου και της συμμετοχής στην ψηφιακή ζωή των παιδιών τους, της εποπτείας της διαδικτυακής ζωής των παιδιών χωρίς να καταπατούν την ιδιωτικότητά τους.

Στο ίδιο μήκος κύματος επισημαίνει και τον καθοριστικό ρόλο του σχολείου (όχι μόνο ως χώρου παροχής γνώσεων, αλλά και ως θεσμού καλλιέργειας δεξιοτήτων απαραίτητων για τον 21ο αιώνα), όπως και της Πολιτείας στην ενίσχυση του ψηφιακού γραμματισμού των νέων, στην ανάπτυξη δεξιοτήτων όπως η αξιολόγηση των πληροφοριών, η προστασία της ιδιωτικότητας, η ασφαλής πλοήγηση. Καταλήγει, λοιπόν, στο συμπέρασμα πως η τεχνολογία «προκαλεί» όλους μας σε έναν συνολικό επαναπροσδιορισμό: την αναζήτηση της ισορροπίας μεταξύ της δαιμονοποίησης και της ενσωμάτωσης της τεχνολογίας στη ζωή μας. Και το βιβλίο κλείνει με ένα ουσιώδες ερώτημα: τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος σε έναν κόσμο όπου η τεχνητή νοημοσύνη αναπτύσσεται διαρκώς, που δεν είναι πια εργαλείο αλλά περιβάλλον.

Ένα βιβλίο που επιβάλλεται να διαβαστεί από γονείς, εκπαιδευτικούς και ειδικούς ψυχικής υγείας, ένα βιβλίο που πρέπει να βρίσκεται σε κάθε σπίτι όπου υπάρχει έφηβος.


«Γονιός, κυνηγός, τροφοσυλλέκτης. Μυστικά για τη χαμένη τέχνη της ανατροφής ευτυχισμένων παιδιών» της Michaeleen Doucleff, μετάφραση: Κατερίνα Χαλμούκου, Εκδόσεις Gutenberg.

Η Μαϊκλίν Ντούκλεφ έχει διδακτορικό στη Χημεία, εργάζεται ως επιστημονική ανταποκρίτρια στο National Public Radio και το 2015 τιμήθηκε με το βραβείο George Foster Peabody για την κάλυψη της επιδημίας του ιού Έμπολα. Το βιβλίο της Γονιός, κυνηγός, τροφοσυλλέκτης, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Κατερίνας Χαλμούκου, ξεκινά με μια χαρακτηριστική αφήγηση: «Θυμάμαι τη στιγμή που έπιασα πάτο ως μητέρα. Ήταν ένα παγωμένο πρωινό του Δεκέμβρη, στις 5 η ώρα. Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, φορώντας το ίδιο φούτερ που φορούσα και την προηγούμενη μέρα. Είχα μέρες να λουστώ […] Όταν η Ρόζι ήταν μωρό, έκλαιγε πολύ […] Τώρα η Ρόζι ήταν πλέον τριών ετών και το κλάμα είχε μετουσιωθεί σε εκρήξεις θυμού… Ακόμα και το πιο απλό πράγμα –όπως το να ετοιμαστεί το πρωί για τον παιδικό σταθμό– είχε μετατραπεί σε καβγά…». Γιατί και γι’ αυτή –όπως και για πολλούς– η γονεϊκότητα αποδεικνύεται ένας εξαιρετικά δύσκολος ρόλος.

Πώς μεγαλώνουν οι πιο ευτυχισμένοι, συνεργάσιμοι και ισορροπημένοι άνθρωποι του κόσμου; Με αφορμή αυτό το ερώτημα, η συγγραφέας ξεκινά ένα ταξίδι σε τρεις κοινότητες ιθαγενών του πλανήτη. Συναντά οικογένειες Μάγια στο Μεξικό, οικογένειες Ινουίτ πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο και οικογένειες Χαντζάμπε στην Τανζανία. Βλέπει ότι αυτοί οι πολιτισμοί δεν έχουν τα ίδια προβλήματα με τα παιδιά που έχουν οι Δυτικοί γονείς.

Ζει μαζί τους, παρατηρεί τις οικογένειές τους και δοκιμάζει τις στρατηγικές τους στο δικό της παιδί. Ανακαλύπτει έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ανατροφής: χωρίς φωνές, χωρίς εξουθενωτικούς καβγάδες, αλλά με σεβασμό, ηρεμία και αληθινή συνεργασία. Συνομιλεί με ψυχολόγους, νευροεπιστήμονες και ανθρωπολόγους, εξηγώντας πώς αυτές οι αρχαίες πρακτικές συνδέονται με όσα γνωρίζουμε σήμερα για την ψυχική υγεία και την ανάπτυξη των παιδιών και πώς μπορούν, αξιοποιημένες μέσα στον σύγχρονο τρόπο ζωής, να συμβάλουν στη δημιουργία ευτυχισμένων, συνεργάσιμων, ισορροπημένων ανθρώπων.

Κοινή παράμετρος των κοινοτήτων στις οποίες έζησε είναι το ότι οι γονείς χτίζουν μια σχέση με τα μικρά παιδιά που βασίζεται στη συνεργασία αντί για τον έλεγχο, στην εμπιστοσύνη αντί για τον φόβο και στις εξατομικευμένες ανάγκες αντί για τυποποιημένα αναπτυξιακά μοντέλα. Οι γονείς Μάγια γίνονται το παράδειγμα ανατροφής συνεργάσιμων παιδιών. Χωρίς να καταφεύγουν σε δωροδοκίες, απειλές ή πίνακες εργασιών, μεγαλώνουν «βοηθούς», συμπεριλαμβάνοντας τα παιδιά στις οικιακές εργασίες από τη στιγμή που μπορούν να περπατήσουν. Οι γονείς Ινουίτ έχουν αναπτύξει μια αξιοσημείωτα αποτελεσματική προσέγγιση για τη διδασκαλία της συναισθηματικής νοημοσύνης στα παιδιά. Όταν αυτά κλαίνε, χτυπούν ή συμπεριφέρονται άσχημα, οι γονείς Ινουίτ ανταποκρίνονται με μια ήρεμη, ευγενική συμπεριφορά που διδάσκει στα παιδιά πώς να ηρεμούν και να σκέφτονται πριν ενεργήσουν. Οι γονείς Χαντζάμπε αναφέρονται ως παράδειγμα για την ανατροφή παιδιών με αυτοπεποίθηση, που προστατεύει τα παιδιά από το άγχος και το στρες, τόσο συνηθισμένο πλέον μεταξύ των σημερινών παιδιών.

Στο μεγαλύτερο μέρος του το βιβλίο έχει χαρακτηριστικά μιας προσωπικής, αυτοβιογραφικής και γι’ αυτό ρεαλιστικής αφήγησης. Χωρίς επιστημονική ορολογία (που κι αυτή παρατίθεται όπου υπάρχει ανάγκη), εστιάζει σε παραδείγματα, που το καθιστούν ένα πρακτικό εργαλείο στα χέρια των γονιών. Στον πυρήνα του βιβλίου, η κυρίαρχη «συμβουλή» αφορά το πώς οι γονείς θα κάνουν τα παιδιά τους να νιώσουν, από την πρώτη στιγμή, ότι ανήκουν σε μια ομάδα, εξ ου και το ακρωνύμιο Team, που χρησιμοποιεί για να αποδώσει τις κατευθυντήριες γραμμές στην επίτευξη αυτού του στόχου:

T – Συντροφικότητα (συμπερίληψη, με τρόπους κατάλληλους για την ηλικία τους, στα πράγματα που κάνετε ως γονείς, όπως μαγειρική, κηπουρική κ.λπ.).

E – Ενθάρρυνση, ποτέ επιβολή (γεγονός που προϋποθέτει οι γονείς να κατανοούν πρωτίστως τα δικά τους συναισθήματα, να είναι οι ενήλικες στη σχέση και να σέβονται το επίπεδο της συναισθηματικής νοημοσύνης του παιδιού).

Α – Αυτονομία (εκπαίδευση, δηλαδή, στο πώς το παιδί δε θα εκτελεί τις γονικές εντολές, αλλά θα αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, αλλά και εκπαίδευση του γονιού, ταυτόχρονα, στο να μη θεωρεί ότι είναι ο ηγέτης στη σχέση του με το παιδί).

Μ – Ελάχιστη παρέμβαση (παροχή, δηλαδή, στο παιδί της δυνατότητας να διαθέτει ελεύθερο χρόνο για παιχνίδι και ανάπαυση και όχι ένα βαρυφορτωμένο πρόγραμμα με ατελείωτες δραστηριότητες, στο όνομα μιας καλύτερης επαγγελματικής αποκατάστασης στο μέλλον).

Μολονότι κάποια σημεία του βιβλίου ίσως ξενίσουν τους γονείς-αναγνώστες (για παράδειγμα, η ωραιοποίηση των πολιτισμών στους οποίους εστιάζει, αγνοώντας ζητήματα που στον δυτικότροπο πολιτισμό αποτελούν αντικείμενο συζήτησης, όπως το ότι η γονεϊκότητα αφορά και όλα τα φύλα), οι συμβουλές, οι προτάσεις, οι ιδέες και οι υποδείξεις σίγουρα θα φανούν χρήσιμες σε όποιον επιθυμεί να γνωρίσει και να εφαρμόσει εναλλακτικές προσεγγίσεις στην ανατροφή των παιδιών.

Εν κατακλείδι, το βιβλίο "Γονιός, κυνηγός, τροφοσυλλέκτης" είναι ένας πρακτικός οδηγός γεμάτος απλά, εφαρμόσιμα μαθήματα που μπορούν να μεταμορφώσουν την καθημερινότητα κάθε οικογένειας, να μας εμπνεύσουν να ξανασκεφτούμε τον τρόπο που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας.