Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

«Μεγαλώνοντας παιδιά στην ψηφιακή εποχή» και «Γονιός, κυνηγός, τροφοσυλλέκτης»

 




Άρθρο της Κατερίνας Ζαμαρία

Αναδημοσίευση από το Διάστιχο.


«Μεγαλώνοντας παιδιά στην ψηφιακή εποχή. Κίνδυνοι, προκλήσεις και ευκαιρίες» του Πέτρου Ρούσσου, εκδόσεις Gutenberg. 

Καθηγητής Γνωστικής Ψυχολογίας και Κυβερνοψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ, διευθυντής του Εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας, που ασχολείται ερευνητικά πάνω από 30 χρόνια τώρα με την αλληλεπίδραση παιδιών, εφήβων και ενηλίκων με τις ψηφιακές τεχνολογίες, εστιάζοντας στις επιπτώσεις που έχουν στις νοητικές διεργασίες, στη μάθηση και στη συμπεριφορά μας, ο Πέτρος Ρούσσος είναι ο κατάλληλος άνθρωπος να μιλήσει για ένα από τα μείζονα θέματα της εποχής.

Το βιβλίο του Μεγαλώνοντας παιδιά στην ψηφιακή εποχή κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Gutenberg: Πόσο χρόνο περνούν τα παιδιά μπροστά στις οθόνες; Είναι ασφαλή στο διαδίκτυο; Πώς επηρεάζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την αυτοεικόνα και τις σχέσεις τους; Μπορεί η τεχνολογία να ενισχύσει τη μάθηση ή μήπως τελικά βλάπτει τη συγκέντρωση και την κριτική τους σκέψη; Και το πιο σημαντικό: πώς μπορούν οι γονείς να γίνουν καθοδηγητές και όχι απλώς παρατηρητές στον ψηφιακό κόσμο των παιδιών τους;

Με την τεχνολογία να έχει εισχωρήσει σε κάθε πτυχή της ζωής των παιδιών και των εφήβων, επηρεάζοντας τον τρόπο που επικοινωνούν, μαθαίνουν, δημιουργούν και ψυχαγωγούνται, ο συγγραφέας επιχειρεί να φωτίσει τις πολλές και διαφορετικές πλευρές ενός φαινομένου που απασχολεί όλο και περισσότερο τους εμπλεκόμενους με παιδιά. «Η τεχνολογία μοιάζει με τη θάλασσα: δεν είναι λύση να κρατήσουμε τα παιδιά μακριά από αυτήν. Η λύση είναι να τους μάθουμε να κολυμπούν με ασφάλεια» υποστηρίζει ο συγγραφέας.

Όταν μιλάμε για κινδύνους στο διαδίκτυο, οφείλουμε να αποφύγουμε την εύκολη λύση της μονοδιάστατης εξήγησης και αυτό ο συγγραφέας φαίνεται να το συμμερίζεται. Με τρόπο εμπεριστατωμένο αλλά και με ισόρροπη προσέγγιση, αποφεύγει τη δαιμονοποίηση της τεχνολογίας αλλά δίνει έμφαση στο πώς εκείνοι που πλαισιώνουν τα παιδιά και τους εφήβους θα τους καλλιεργήσουν την κριτική σκέψη και την αυτονομία. Η επιστημονική προσέγγιση, με παράθεση δεδομένων αλλά και παραδειγμάτων από την καθημερινότητα των νεαρών χρηστών, καθιστούν την ανάγνωση προσβάσιμη και ελκυστική από κάθε αναγνώστη (ακόμα και έφηβοι 15+ μπορούν να το διαβάσουν).

Στα μικρής αλλά πλήρους ανάλυσης κεφάλαια του βιβλίου παρουσιάζονται όλα τα θέματα που σχετίζονται με τις οθόνες. Οι θετικές χρήσεις της τεχνολογίας, οι κίνδυνοι από τη χρήση των κινητών και του διαδικτύου, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ο αντίκτυπός τους στα παιδιά, τα οφέλη και οι προκλήσεις από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, το ψηφιακό αποτύπωμα και η διαδικτυακή φήμη, οι νομικές και ηθικές διαστάσεις του φαινομένου.

Ο συγγραφέας ξεκινά από τη βασική παραδοχή ότι η ψηφιακή εποχή είναι μια εποχή που γεννά φόβους αλλά και προκλήσεις. Διευκρινίζει, ωστόσο, πόσο σημαντικό είναι όχι μόνο να έχει κάποιος επίγνωση των «τεράτων» του ψηφιακού κόσμου, αλλά να αποκτήσει και τα εργαλεία και τις γνώσεις για τον εντοπισμό και την αποφυγή τους. Τονίζει –και έχει σημασία αυτό– ότι ο ψηφιακός κόσμος λειτουργεί σαν καθρέφτης μιας κοινωνίας στην οποία η επιθετικότητα, η αποξένωση, η ανασφάλεια, η έλλειψη ορίων, προϋπήρχαν· η τεχνολογία και το διαδίκτυο, όμως, μεγεθύνουν και τα καθιστούν πιο ορατά και πιο ακραία. Απομυθοποιεί την κυρίαρχη αντίληψη ότι η ευκολία με την οποία τα σημερινά παιδιά χειρίζονται τα μέσα συνιστά δεξιότητα, που εν πολλοίς είναι. Κι αυτό γιατί συγχέεται με μια πλασματική αίσθηση ελευθερίας (που δεν υφίσταται, καθώς οι πλατφόρμες επιλέγουν πριν από εμάς για εμάς), αλλά και μια πλασματική αίσθηση επαρκούς γνώσης, καθώς θεωρούν πως το «σερφάρισμα» ισοδυναμεί με πληροφόρηση (που δεν είναι, καθώς ο εγκέφαλος λειτουργεί μεν ως σαρωτής πληροφοριών, αλλά όχι ως εργαλείο κριτικής ανάλυσης και εμβάθυνσης).

Στο βιβλίο επαναπροσδιορίζεται και η έννοια της γονεϊκότητας στην ψηφιακή εποχή. Ο συγγραφέας επισημαίνει κάτι που αποτελεί μια δυσάρεστη διαπίστωση των ημερών: όλο και περισσότεροι έφηβοι πάσχουν από μια μορφή «αθροιστικής αναπηρίας», που εκφράζεται με τη σταδιακή μείωση δεξιοτήτων ζωής, την αντιμετώπιση των δυσκολιών ή την προσαρμογή στις αλλαγές, και αποδίδεται στην εσφαλμένη τάση των γονιών να υπερπροστατεύουν τα παιδιά τους από φόβο μήπως βιώσουν άγχος ή αποτυχία. Ακριβώς γι’ αυτό θεωρεί την έλλειψη ψηφιακού γραμματισμού ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο για παιδιά και γονείς από το διαδίκτυο και τα κινητά. Τονίζει τη σημασία τού να κατέχουν οι γονείς τις γνώσεις, τα εργαλεία και τους τρόπους στήριξης των παιδιών, αναδεικνύοντας τη σημασία του διαλόγου και της συμμετοχής στην ψηφιακή ζωή των παιδιών τους, της εποπτείας της διαδικτυακής ζωής των παιδιών χωρίς να καταπατούν την ιδιωτικότητά τους.

Στο ίδιο μήκος κύματος επισημαίνει και τον καθοριστικό ρόλο του σχολείου (όχι μόνο ως χώρου παροχής γνώσεων, αλλά και ως θεσμού καλλιέργειας δεξιοτήτων απαραίτητων για τον 21ο αιώνα), όπως και της Πολιτείας στην ενίσχυση του ψηφιακού γραμματισμού των νέων, στην ανάπτυξη δεξιοτήτων όπως η αξιολόγηση των πληροφοριών, η προστασία της ιδιωτικότητας, η ασφαλής πλοήγηση. Καταλήγει, λοιπόν, στο συμπέρασμα πως η τεχνολογία «προκαλεί» όλους μας σε έναν συνολικό επαναπροσδιορισμό: την αναζήτηση της ισορροπίας μεταξύ της δαιμονοποίησης και της ενσωμάτωσης της τεχνολογίας στη ζωή μας. Και το βιβλίο κλείνει με ένα ουσιώδες ερώτημα: τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος σε έναν κόσμο όπου η τεχνητή νοημοσύνη αναπτύσσεται διαρκώς, που δεν είναι πια εργαλείο αλλά περιβάλλον.

Ένα βιβλίο που επιβάλλεται να διαβαστεί από γονείς, εκπαιδευτικούς και ειδικούς ψυχικής υγείας, ένα βιβλίο που πρέπει να βρίσκεται σε κάθε σπίτι όπου υπάρχει έφηβος.


«Γονιός, κυνηγός, τροφοσυλλέκτης. Μυστικά για τη χαμένη τέχνη της ανατροφής ευτυχισμένων παιδιών» της Michaeleen Doucleff, μετάφραση: Κατερίνα Χαλμούκου, Εκδόσεις Gutenberg.

Η Μαϊκλίν Ντούκλεφ έχει διδακτορικό στη Χημεία, εργάζεται ως επιστημονική ανταποκρίτρια στο National Public Radio και το 2015 τιμήθηκε με το βραβείο George Foster Peabody για την κάλυψη της επιδημίας του ιού Έμπολα. Το βιβλίο της Γονιός, κυνηγός, τροφοσυλλέκτης, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Κατερίνας Χαλμούκου, ξεκινά με μια χαρακτηριστική αφήγηση: «Θυμάμαι τη στιγμή που έπιασα πάτο ως μητέρα. Ήταν ένα παγωμένο πρωινό του Δεκέμβρη, στις 5 η ώρα. Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, φορώντας το ίδιο φούτερ που φορούσα και την προηγούμενη μέρα. Είχα μέρες να λουστώ […] Όταν η Ρόζι ήταν μωρό, έκλαιγε πολύ […] Τώρα η Ρόζι ήταν πλέον τριών ετών και το κλάμα είχε μετουσιωθεί σε εκρήξεις θυμού… Ακόμα και το πιο απλό πράγμα –όπως το να ετοιμαστεί το πρωί για τον παιδικό σταθμό– είχε μετατραπεί σε καβγά…». Γιατί και γι’ αυτή –όπως και για πολλούς– η γονεϊκότητα αποδεικνύεται ένας εξαιρετικά δύσκολος ρόλος.

Πώς μεγαλώνουν οι πιο ευτυχισμένοι, συνεργάσιμοι και ισορροπημένοι άνθρωποι του κόσμου; Με αφορμή αυτό το ερώτημα, η συγγραφέας ξεκινά ένα ταξίδι σε τρεις κοινότητες ιθαγενών του πλανήτη. Συναντά οικογένειες Μάγια στο Μεξικό, οικογένειες Ινουίτ πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο και οικογένειες Χαντζάμπε στην Τανζανία. Βλέπει ότι αυτοί οι πολιτισμοί δεν έχουν τα ίδια προβλήματα με τα παιδιά που έχουν οι Δυτικοί γονείς.

Ζει μαζί τους, παρατηρεί τις οικογένειές τους και δοκιμάζει τις στρατηγικές τους στο δικό της παιδί. Ανακαλύπτει έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ανατροφής: χωρίς φωνές, χωρίς εξουθενωτικούς καβγάδες, αλλά με σεβασμό, ηρεμία και αληθινή συνεργασία. Συνομιλεί με ψυχολόγους, νευροεπιστήμονες και ανθρωπολόγους, εξηγώντας πώς αυτές οι αρχαίες πρακτικές συνδέονται με όσα γνωρίζουμε σήμερα για την ψυχική υγεία και την ανάπτυξη των παιδιών και πώς μπορούν, αξιοποιημένες μέσα στον σύγχρονο τρόπο ζωής, να συμβάλουν στη δημιουργία ευτυχισμένων, συνεργάσιμων, ισορροπημένων ανθρώπων.

Κοινή παράμετρος των κοινοτήτων στις οποίες έζησε είναι το ότι οι γονείς χτίζουν μια σχέση με τα μικρά παιδιά που βασίζεται στη συνεργασία αντί για τον έλεγχο, στην εμπιστοσύνη αντί για τον φόβο και στις εξατομικευμένες ανάγκες αντί για τυποποιημένα αναπτυξιακά μοντέλα. Οι γονείς Μάγια γίνονται το παράδειγμα ανατροφής συνεργάσιμων παιδιών. Χωρίς να καταφεύγουν σε δωροδοκίες, απειλές ή πίνακες εργασιών, μεγαλώνουν «βοηθούς», συμπεριλαμβάνοντας τα παιδιά στις οικιακές εργασίες από τη στιγμή που μπορούν να περπατήσουν. Οι γονείς Ινουίτ έχουν αναπτύξει μια αξιοσημείωτα αποτελεσματική προσέγγιση για τη διδασκαλία της συναισθηματικής νοημοσύνης στα παιδιά. Όταν αυτά κλαίνε, χτυπούν ή συμπεριφέρονται άσχημα, οι γονείς Ινουίτ ανταποκρίνονται με μια ήρεμη, ευγενική συμπεριφορά που διδάσκει στα παιδιά πώς να ηρεμούν και να σκέφτονται πριν ενεργήσουν. Οι γονείς Χαντζάμπε αναφέρονται ως παράδειγμα για την ανατροφή παιδιών με αυτοπεποίθηση, που προστατεύει τα παιδιά από το άγχος και το στρες, τόσο συνηθισμένο πλέον μεταξύ των σημερινών παιδιών.

Στο μεγαλύτερο μέρος του το βιβλίο έχει χαρακτηριστικά μιας προσωπικής, αυτοβιογραφικής και γι’ αυτό ρεαλιστικής αφήγησης. Χωρίς επιστημονική ορολογία (που κι αυτή παρατίθεται όπου υπάρχει ανάγκη), εστιάζει σε παραδείγματα, που το καθιστούν ένα πρακτικό εργαλείο στα χέρια των γονιών. Στον πυρήνα του βιβλίου, η κυρίαρχη «συμβουλή» αφορά το πώς οι γονείς θα κάνουν τα παιδιά τους να νιώσουν, από την πρώτη στιγμή, ότι ανήκουν σε μια ομάδα, εξ ου και το ακρωνύμιο Team, που χρησιμοποιεί για να αποδώσει τις κατευθυντήριες γραμμές στην επίτευξη αυτού του στόχου:

T – Συντροφικότητα (συμπερίληψη, με τρόπους κατάλληλους για την ηλικία τους, στα πράγματα που κάνετε ως γονείς, όπως μαγειρική, κηπουρική κ.λπ.).

E – Ενθάρρυνση, ποτέ επιβολή (γεγονός που προϋποθέτει οι γονείς να κατανοούν πρωτίστως τα δικά τους συναισθήματα, να είναι οι ενήλικες στη σχέση και να σέβονται το επίπεδο της συναισθηματικής νοημοσύνης του παιδιού).

Α – Αυτονομία (εκπαίδευση, δηλαδή, στο πώς το παιδί δε θα εκτελεί τις γονικές εντολές, αλλά θα αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, αλλά και εκπαίδευση του γονιού, ταυτόχρονα, στο να μη θεωρεί ότι είναι ο ηγέτης στη σχέση του με το παιδί).

Μ – Ελάχιστη παρέμβαση (παροχή, δηλαδή, στο παιδί της δυνατότητας να διαθέτει ελεύθερο χρόνο για παιχνίδι και ανάπαυση και όχι ένα βαρυφορτωμένο πρόγραμμα με ατελείωτες δραστηριότητες, στο όνομα μιας καλύτερης επαγγελματικής αποκατάστασης στο μέλλον).

Μολονότι κάποια σημεία του βιβλίου ίσως ξενίσουν τους γονείς-αναγνώστες (για παράδειγμα, η ωραιοποίηση των πολιτισμών στους οποίους εστιάζει, αγνοώντας ζητήματα που στον δυτικότροπο πολιτισμό αποτελούν αντικείμενο συζήτησης, όπως το ότι η γονεϊκότητα αφορά και όλα τα φύλα), οι συμβουλές, οι προτάσεις, οι ιδέες και οι υποδείξεις σίγουρα θα φανούν χρήσιμες σε όποιον επιθυμεί να γνωρίσει και να εφαρμόσει εναλλακτικές προσεγγίσεις στην ανατροφή των παιδιών.

Εν κατακλείδι, το βιβλίο "Γονιός, κυνηγός, τροφοσυλλέκτης" είναι ένας πρακτικός οδηγός γεμάτος απλά, εφαρμόσιμα μαθήματα που μπορούν να μεταμορφώσουν την καθημερινότητα κάθε οικογένειας, να μας εμπνεύσουν να ξανασκεφτούμε τον τρόπο που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Κερνώντας βιβλία αντί για γλυκά


Εικαστικό της Χρυσούλας Καρολίδου
Εικαστικό της Χρυσούλας Καρολίδου


Αναδημοσίευση από το Elniplex

Σε πολλά νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία, αρκετές και αρκετοί νηπιαγωγοί και δασκάλες/δάσκαλοι το κάνουν ήδη. Με αφορμή το μπλόκο που δημιουργήθηκε με τα κεράσματα κατά τα χρόνια του covid-19, είχαν καλέσει τους γονείς να φέρνουν μαζί με τα ατομικά κεράσματα και ένα βιβλίο δώρο για κάποιο παιδί ή και για την τάξη.

Η ιδέα εξελίχθηκε και αρκετοί γονείς έφερναν βιβλία δώρο για κάθε παιδί την ημέρα των γενεθλίων του παιδιού τους.

Τώρα, η Ομάδα των Ανεξάρτητων Βιβλιοπωλείων Είμαστε το βιβλιοπωλείο ΣΟΥ προτάσσει, στηρίζει και προβάλλει αυτή την υπέροχη ιδέα ενισχύοντας αυτή την όμορφη φιλαναγνωστική συνήθεια.

Έτσι, όταν ένα παιδί έχει γενέθλια, αντί για γλυκά ή άλλα μικροδωράκια, πλαστικά και ασήμαντα συχνά, παρότι καλοπροαίρετα, κερνάει στην τάξη του ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο που θα μείνει στο σχολείο, στη βιβλιοθήκη του, θα διαβαστεί και εκείνη την ημέρα, αλλά και όποια άλλη μέρα ενώ μπορεί να ενταχθεί και στη δανειστική βιβλιοθήκη.

Με αυτόν τον τρόπο κατά τη διάρκεια της χρονιάς μπορεί να δημιουργείται αργά αλλά σταθερά μια βιβλιοθήκη που θα εμπλουτίζεται.

Στηρίζουμε την πρόταση, ήδη στο πεδίο της δράσης, και καλούμε να παίρνετε βιβλία από τα βιβλιοπωλεία των γειτονιών σας, στηρίζοντας και το βιβλίο και τα βιβλιοπωλεία και τα σχολεία. Υπάρχουν βιβλία από 3 και 4 ευρώ.

Μπράβο στη δημοσιοποίηση και στήριξη της πρωτοβουλίας.

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025

Πώς μυρίζει μια σχολική τάξη;




Άρθρο της Μαρίζας Ντεκάστρο

Αναδημοσίευση από τον Αναγνώστη.

Σίγουρα πάντως δεν έχει τη μυρωδιά της θάλασσας. Οι τάξεις μυρίζουν μπαρούτι, νεύρα, πλάκες, αναίδεια, ενδιαφέρον, ευχαρίστηση, βαρεμάρα, φόβο, μπούλινγκ, καυγάδες, απειλές, τιμωρίες…

Το θέμα ‘σχολείο’ στα παιδικά/νεανικά βιβλία είναι ανεξάντλητο. Για εφήβους κυκλοφορούν προχωρημένα μυθιστορήματα με σχολικούς έρωτες, δυστοπίες, φάνταζι, κριτικής του συστήματος, με ζόμπι και βαμπίρ, αστυνομική πλοκή. Τα μικρότερα διαβάζουν εικονογραφημένα ‘προετοιμασίας’ για το σχολείο με τίτλους όπως ‘Αγαπώ τη δασκάλα μου’, πλήθος ‘Πρώτη μέρα στο σχολείο’, κλπ. Τα βρίσκουμε εκτεθειμένα στην αρχή της χρονιάς κοντά στα σχολικά είδη, δίκην βοηθημάτων για το σοκ της πρώτης μέρας. Παραδίπλα, βλέπουμε τα ‘λυσάρια’, όπως τον παλιό καλό καιρό… (Εκτός από συγκεκριμένες περιπτώσεις μαθησιακών δυσκολιών όπου απαιτείται άλλου είδους παρέμβαση, είναι μοναδικό το φαινόμενο να μην τα βγάζουν πέρα τα παιδιά με τα μαθήματα, να αγχώνονται οι γονείς και να προμηθεύονται βοηθήματα πριν ακόμα ανοιχτούν τα σχολικά βιβλία).

Επ’ ευκαιρία λοιπόν της καινούργιας σχολικής χρονιάς, θυμήθηκα ένα αγαπημένο μυθιστόρημα που διάβαζα σε κάποια τάξη τη δεκαετία του ’90. Το μυθιστόρημα , Ο Τυφλοπόντικας, του Φιλίπ Μπαρμπώ (μτφρ. Συλβάνα Ζερβάκη, εκδ. Νεφέλη, 1988). Επανακυκλοφόρησε με τίτλο Η μυρωδιά της θάλασσας, σε νέα μετάφραση του Φίλιππου Μανδηλαρά (εκδ. Παπαδόπουλος).

Στην τάξη ‘Μαθησιακής στήριξης’ του δημοτικού σχολείου ‘Παρμεντιέ’, στη γαλλική επαρχία, δεν στεριώνει δάσκαλος στα ‘καθυστερημένα’, χαρακτηρισμός που τους έδωσε το υπόλοιπο σχολείο. Οι έντεκα απροσάρμοστοι μαθητές της ‘Μαθησιακής στήριξης’ σιχαίνονται το σχολείο, είναι ψεύτες, κλεφτρόνια, αναιδείς, χυδαίοι. Ο διευθυντής σηκώνει τα χέρια μπροστά στο κακό που του έτυχε. Έτσι, η μοναδική παιδαγωγική που εφαρμόζει είναι να εναλλάσσει τους εκπαιδευτικούς και όποιος αντέξει. Δεν αντέχουν!

Μέχρι που εμφανίζεται ένας λεπτούλης νεαρός που φοράει πατομπούκαλα και αμέσως αποκτά το ταιριαστό παρατσούκλι Τaupe, δηλ. ‘Τυφλοπόντικας’. Οι μαθητές ξεκινούν πάραυτα τις σχετικές δράσεις για να τον στείλουν στην κόλαση όπως και τους προηγούμενους δασκάλους, όμως τίποτα δεν δουλεύει! Επειδή ο Τυφλοπόντικας έχει σχέδιο. Αντί για φωνές, τιμωρίες και επιπλήξεις, είναι ήρεμος και έχει έξυπνες ιδέες. Κυρίως ιδέες εφαρμόσιμες (πολλές τις πρότειναν ήδη από την αρχή του 2ου αι. γνωστοί παιδαγωγοί) που θα τους αποδείξουν στα τέρατα ότι το αναγκαίο κακό, που είναι το σχολείο, έχει τις καλές του πλευρές όταν ο δάσκαλος αποφασίσει να ξεφύγει από την τυπική καταπιεστική διδασκαλία. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να πάρει στα σοβαρά τις ιδιομορφίες της ομάδας του- στο μυθιστόρημα είναι παιδιά διαφορετικής ηλικίας και μαθησιακού επιπέδου, χωρίς όνειρα, φτωχά με μόνη διέξοδο τη μελλοντική ανεργία ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια δουλειά σε εργοστάσιο.

[Αν έχεις επισκεφτεί, για παράδειγμα, σχολεία με ελάχιστους μαθητές σε απομονωμένα χωριά, σχολεία πρότυπα, ιδιωτικά και δημόσια σχολεία του κέντρου της Αθήνας με ποικίλο εθνοτικό πληθυσμό, ε, δεν χρειάζεται φιλοσοφία για να καταλάβεις πόσο απέχουν από τον μέσο όρο των παιδιών που φαντάζεται το Υπουργείο Παιδείας. Γιατί κακά τα ψέματα, η βιολογική ηλικία που καθορίζει την ένταξη στις τάξεις είναι μόνον ένας από τους παράγοντες σύνθεσης των σχολικών προγραμμάτων, τα οποία φτιάχνονται για να ανταποκριθούν σ’ ένα ‘χρυσό’ μέσο όρο που εξισώνει τις διαφορετικές προσωπικότητες εξαφανίζοντας τις κοινωνικές ιδιαιτερότητες των σχολικών κοινών].

Ο κύριος Τυφλοπόντικας έχει άλλη παιδαγωγική αντίληψη! Ακολουθεί ‘το πρόγραμμα’ παραλλαγμένο. Παραδείγματα: για να πείσει τα παιδιά να διαβάσουν και να γράψουν τους προτείνει να γράψουν ένα δικό τους βιβλίο. Οι μαθητές τσιμπάνε, λένε ιδέες, καταγράφονται στον πίνακα, και να το το μοναδικό αντίτυπο, εικονογραφημένο μάλιστα= γλωσσικό μάθημα. Όμως, ένα βιβλίο μόνο του δεν λέει τίποτα αν δεν υπάρχουν και άλλα. Τους χρειάζεται μια βιβλιοθήκη που την κατασκευάζουν μόνα τους η οποία θα γεμίσει με τα βιβλία που θα διαλέξουν από το βιβλιοπωλείο, ας είναι και μαγειρικής. Έγινε και ξεκίνησε ο δανεισμός στο σπίτι και η αβίαστη ανάγνωση= πορεία προς τη φιλαναγνωσία! Μαθηματικά= απαραίτητα όταν πρέπει να υπολογίσεις τα υλικά για να φτιάξεις και να πουλήσεις κέικ. Πόσο από ένα υλικό, πόσο από το άλλο, πόσα ετοιμάζονται, πόσο κοστίζει καθένα, σύνολο εσόδων, καθαρό κέρδος. Έγραψαν, έσβησαν, υπολόγισαν και έμαθαν τα βασικά. Ναι και στα πρότζεκτ όταν οργανώνονται ομαδικά, όπως η συναυλία ροκ για να μαζευτούν λεφτά για την ποθητή εκδρομή στη θάλασσα για να μυρίσουν τη μυρωδιά της, μια εκδρομή στην οποία ανακατεύτηκαν διάφορα σχολικά αντικείμενα από την ανάγνωση πινάκων με τα δρομολόγια των τρένων, των ενδιάμεσων σταθμών μέχρι τη γεωγραφία… Τέτοιου τύπου δραστηριότητες αποκαλύπτουν στα ‘καθυστερημένα’ ότι δεν υστερούν. Όσα δε παραστρατήματα γίνονται εξαιτίας προηγούμενων κακών συνηθειών (π.χ. η κλοπή στο βιβλιοπωλείο) λύνονται σχεδόν αυτόματα.

Η σύμπνοια δασκάλου και μαθητών, η αυτενέργεια, ο θετικός συντονισμός, μεταμορφώνουν τα τέρατα σε κανονικότερους μαθητές. Ο έμπειρος συγγραφέας ξέρει από την πείρα του ως δάσκαλος ότι το κλειδί είναι η δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης, η πεποίθηση ότι κάθε παιδί έχει τη δική του εξυπνάδα δημιουργικότητα και κρυμμένες ικανότητες που συνήθως θάβονται χάριν της σχολικής απόδοσης.

Το μυθιστόρημα του Barbeau είναι για παιδιά 9-11 ετών και για εκείνους τους εκπαιδευτικούς που είναι επιφυλακτικοί και ακολουθούν ακόμα παραδοσιακές μεθόδους. Αν το διαβάσουν θα πάρουν ιδέες ώστε να εμπλουτίσουν την πρακτική τους και θα δουν με άλλα μάτια την εξουθενωτική καθημερινότητα του επαγγέλματός τους.

[Ωστόσο, για να είμαι ακριβής, ξέρω πως αρκετοί εφαρμόζουν παρόμοιες ιδέες στο ελληνικό σχολείο, κυρίως στην Αβάθμια εκπαίδευση, όπως και ότι σχεδιάζονται ανάλογα εκπαιδευτικά προγράμματα].

Υπενθυμίζω, στο ίδιο κλίμα, το εξαιρετικό μυθιστόρημα Ο δάσκαλος με τα όνειρα στα μάτια (Πατάκης, 2015) της Σοφίας Μαντουβάλου. Το συστήνω ανεπιφύλακτα! (https://www.oanagnostis.gr/o-daskalos-pou-onirevome/).


Philippe Barbeau, Η μυρωδιά της θάλασσας, Εικ. Philippe Diemunsch ,Μτφρ. Φίλιππος Μανδηλαράς, Παπαδόπουλος, 2024.

                                                             



Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Κυριάκος Χαρίτος: «Το μεταξένιο»

 


Άρθρο της Κατερίνας Ζαμαρία

Αναδημοσίευση από το Διάστιχο.

Σε μια χώρα μακρινή, που κανείς δεν ξέρει, υπήρχε ένα παιδί από μετάξι. Το έλεγαν μεταξένιο και φοβόταν τη ζωή, μια νύχτα όμως φάνηκε γενναίο και πήγε στη γιορτή. Εκεί τα βρήκε δύσκολα και έχασε αρκετά κομμάτια του, μα –χάρη σε ένα ραφτάκι– βρήκε την αγκαλιά, τη φροντίδα, την αγάπη…

Αυτός είναι ο πυρήνας του καινούργιου βιβλίου του Κυριάκου Χαρίτου Το μεταξένιο, σε εικονογράφηση Βασίλη Κουτσογιάννη, που κυκλοφορεί από το Μεταίχμιο. Ο Κυριάκος Χαρίτος γράφει βιβλία για παιδιά, πεζά και ποίηση για ενήλικες, και δημοσιεύει στη σελίδα του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κείμενα-σκέψεις (θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ιστορίες bonsai ή ένα διαδικτυακό ημερολόγιο), που δείχνουν πόσο εξαιρετικά χειρίζεται τη μικρή φόρμα.

Η ιστορία του μεταξένιου είναι μια πολυεπίπεδη ιστορία. Μια ιστορία με ψυχαναλυτική υπόσταση, αφού το κυρίαρχο θέμα περιστρέφεται γύρω από αυτό που αποκαλούμε ταυτότητα – με όποια προέκταση δίνει ο καθένας στη λέξη αυτή. Είναι η ιστορία ενός πλάσματος που κάνει το αποφασιστικό βήμα να εγκαταλείψει τον περίκλειστο και ασφαλή κόσμο (που η μητέρα του έχει δημιουργήσει γύρω του) και να βγει «έξω». Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης, λοιπόν; Θα μπορούσε να διαβαστεί και έτσι. Ως ένα coming out στην ίδια τη ζωή. Ωστόσο, θα ήταν άδικο να προσπαθήσουμε να κατηγοριοποιήσουμε –θεματικά και ηλικιακά, ακόμα– ένα βιβλίο που, χάρη στον αλληγορικό του χαρακτήρα, προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις. Η ιδιαιτερότητά του (και εδώ αναδεικνύεται και η λογοτεχνική του αξία) συνίσταται ακριβώς στο ότι όποιος το διαβάζει, ανακαλύπτει μια δική του ερμηνευτική εκδοχή, προσεγγίζοντάς το με το δικό του αναγνωστικό βλέμμα.

Ποιος είναι το μεταξένιο και ποιος το ραφτάκι; Ποια είναι αυτά τα δυο –διαφορετικά μεταξύ τους– πλάσματα, που θα συναντηθούν στον απόηχο μιας γιορτής, στην οποία το ένα δεν πρόλαβε να πάει και η οποία για το άλλο υπήρξε καταστροφική; Ποιο είναι η περσόνα του δημιουργού; Μπορεί ο Άλλος να γίνει ο καθρέφτης της δικής σου αλλαγής; Μπορεί, αν είσαι το μεταξένιο, το ραφτάκι να κρύβεται μέσα σου;

Ο λόγος και οι εικόνες είναι οι δύο ισχυροί πυλώνες πάνω στους οποίους χτίζεται το βιβλίο. Λόγος που στηρίζει την αφήγηση με τρόπο μοναδικό. Εικονοπλαστικός, μικροπερίοδος, με ασύνδετα σχήματα και λέξεις που σχηματίζουν –κυριολεκτικά– σχήματα (κύκλους, ημικύκλια και σκάλες), με πληθώρα επιθέτων και ουσιαστικών, με λέξεις που ο Χαρίτος συνθέτει σε μια ιδιότυπη γλωσσοπλασία. Παράγει αποτέλεσμα όχι από το τι λέγεται, αλλά και από το πώς λέγεται. Με ισορροπία στον λυρισμό που διαθέτει, καταφέρνει να μιλήσει με ποιητικότητα και ρυθμό στους αναγνώστες, ειδικά σε μια εποχή που ο λόγος φαίνεται να συρρικνώνεται και να χάνει το βάθος του.

Αξιοποιώντας δύο αφηγητές, έναν ενδοκειμενικό –τη μητέρα– κι έναν εξωκειμενικό παντογνώστη, δημιουργεί ένα βιβλίο με πολλαπλά θεματικά κέντρα: ο φόβος, η υποταγή, η φιλία, η δύναμη να αλλάζεις, τα κλουβιά στα οποία σε κλείνουν στο όνομα της αγάπης και της προστασίας ή εκείνα όπου εσύ κλείνεσαι, η αποδοχή της διαφορετικότητας, η δύναμη να ξαναφτιάχνεις τον εαυτό σου με νέα υλικά, οι διαπροσωπικές σχέσεις: άνθρωποι που τραυματίζουν και άνθρωποι που θεραπεύουν.

Ο εγκιβωτισμός πληθώρας παραμυθιακών στοιχείων (όπως οι επαναλήψεις, οι αριθμοί, η διαβεβαίωση περί της αλήθειας) επιτρέπουν στον συγγραφέα να καταφέρει κάτι μοναδικό. Να χρησιμοποιήσει την ιδανική δοσολογία στο «σκοτάδι» που υπάρχει στο βιβλίο:

Του έλεγε η μάνα του, η μεταξομάνα του... Μεταξένιο μου κι απαλένιο μου… Πρόσεχε τη βροχή, τη φωτιά, τα δάκρυα, τα φιλιά… μα πιο πολύ απ’ όλα, μεταξένιο μου κι απαλένιο μου, μεταξάκι μου κι απαλάκι μου, μεταξομονάκριβό μου… πρόσεχε τους ανθρώπους.

Γιατί αυτός ο κόσμος που φαντάζει στα μάτια του μεταξένιου λαμπερός, όσο είναι κλεισμένο στο προστατευτικό του κουκούλι, μετατρέπεται σε κόσμο φτιαγμένο από τα πιο σκληρά υλικά:

Τραβάγανε, τσιμπάγανε, το μετάξι του ήθελαν δικό τους… Πονούσε, φώναζε, σκιζόταν, τσαλακωνόταν… Κανείς…

Ο συμβολισμός είναι το κυρίαρχο εργαλείο του Χαρίτου. Έχουμε ένα βιβλίο που εστιάζει πρώτα στο τι με κάνει να νιώθω ως αναγνώστης και μετά στο τι με κάνει να σκέφτομαι. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται το θέμα αποκλίνει από την κυρίαρχη αντίληψη ότι πίσω από κάθε κείμενο πρέπει να εμπεριέχεται ένα ηθικό δίδαγμα ή μια χρηστική συμβουλή (που συχνά οδηγεί τους γονείς στο να αναζητούν βιβλία-εγχειρίδια).

Το όνομα του πρωταγωνιστή αποτυπώνει και την ψυχοσύνθεσή του. Ο συγγραφέας δημιουργεί ένα πλάσμα που στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο έχουν συγκεραστεί αντίθετα μεταξύ τους χαρακτηριστικά: πολύτιμο, ακριβό, ευαίσθητο, αλλά ταυτόχρονα ευάλωτο, δύσχρηστο, που τσαλακώνεται και λερώνεται εύκολα, που γίνεται υλικό πάνω στο οποίο κάποιος μπορεί να αποτυπώσει τα δικά του μοτίβα (για να θυμηθούμε και τις μεταξοτυπίες). Τα ρούχα γίνονται σύμβολο του εσωτερικού κόσμου: «Σκισμένο, κουρελιασμένο… ούτε η μάνα μου τώρα δε θα με γνώριζε…». Και τότε θα έρθει ένα ραφτάκι. «Μπορείς να με φτιάξεις; Να με ξαναράψεις;» θα το ρωτήσει το μεταξένιο. Κι εκείνο, δώδεκα μερόνυχτα ακοίμητο, θα του κλείσει τις τρύπες, θα συνενώσει τα κουρελιασμένα του κομμάτια. Με υλικό γερό κι ανθεκτικό, σαν το βαμβάκι. Ζεστό και δροσερό, που δε λεκιάζει, που ρουφά τα δάκρυα. Κι αν το μεταξένιο είναι πλασμένο από υλικό που το αναγκάζει να ζει εγκλωβισμένο σε ένα κουκούλι, κι αν στην έξοδό του στον κόσμο «νόμιζε πως πέθανε… όλα γίνανε μαύρα… πιο μαύρα», το ραφτάκι είναι αυτό που θα του δείξει πως ο πόνος είναι, κάποτε, ένα κομμάτι της αγάπης και, αγκαλιάζοντάς τον, προχωράς, το ραφτάκι είναι αυτό που θα καλύψει την απόσταση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους, αποκαλύπτοντας τη δύναμη μιας άλλης αγάπης, που οδηγεί στην αποδοχή.

Με ευφυή τρόπο ο Χαρίτος επιλέγει το ουδέτερο γένος στην ονοματοδοσία του πρωταγωνιστή. Όχι μόνο γιατί στην αγαπητική γλώσσα συχνά ο λόγος εκφέρεται στο ουδέτερο γένος. Όχι μόνο γιατί είναι στοιχείο του παραμυθιού. Ούτε γιατί εκφραστικά αποτυπώνεται έτσι, με τον καλύτερο τρόπο, η αθωότητά του, αφού έχει παραμείνει ανέγγιχτο από την κοινωνία. Έχω την αίσθηση ότι ο συγγραφέας, θέλοντας να αποδομήσει στερεότυπα, επιλέγει να μιλήσει για ένα πλάσμα πέρα από τα φύλα. Γιατί τα ανθρώπινα συναισθήματα και οι ανάγκες δεν μπορούν να εγκλωβίζονται σε στεγανά με βάση το φύλο, την ηλικία ή όποια άλλη βαθιά ενσωματωμένη κοινωνική επιταγή.

Η εικονογράφηση του Κουτσογιάννη ονειρική. Δημιουργεί ένα κείμενο πάνω στο κείμενο, αποδεικνύοντας το πόσο καθοριστικό ρόλο παίζει η ματιά του εικονογράφου στο τελικό αποτέλεσμα, αισθητικό και μη. Ένα καθρέφτισμα του κειμένου στη λίμνη των χρωμάτων και των σχημάτων. Αξιοποιώντας στοιχεία από τη γιαπωνέζικη τέχνη, παίζοντας με τις αποχρώσεις του μπλε χρώματος που καταλήγουν σε μοβ, σχεδόν δημιουργώντας υφές στις σελίδες του βιβλίου, με υφάσματα ημιδιάφανα, με κλωστές που άλλοτε λάμπουν κι άλλοτε διαρρηγνύονται, άλλοτε με χρώματα ψυχρά κι άλλοτε θερμά, οδηγεί σε μια δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου. Τα κλουβιά στις αρχικές εικόνες, το μοναχικό ξερόκλαδο, ο πελαργός, είναι εργαλεία παράλληλης ανάγνωσης. Σύμβολα που, καθώς το μεταξένιο θα αρχίσει να παραμερίζει τις κουρτίνες που το περιβάλλουν, θα μεταλλαχτούν.

Ναι.
Τι;
Δεν το πιστεύεις;
Αλήθεια…
Μια φορά ήταν ένα μεταξένιο αγόρι…

Ένα βιβλίο που σε κάθε ανάγνωση ανακαλύπτεις κάτι ακόμα. Που δικαιώνει την άποψη ότι η επαφή με την Τέχνη γεννά απόλαυση. Ένα βιβλίο που ανέβασε πολύ ψηλά τον πήχη της λογοτεχνίας για παιδιά.


Το μεταξένιο
Κυριάκος Χαρίτος
εικονογράφηση: Βασίλης Κουτσογιάννης
Μεταίχμιο
48 σελ.
ISBN 978-618-03-4145-4

Πέτρος Χριστούλιας: «Η Μαγεμένη»

 


Άρθρο της Κατερίνας Ζαμαρία

Αναδημοσίευση από το Διάστιχο.

Τέσσερα παιδιά, το καθένα με τη δική του ιστορία, γίνονται μια παρέα και θα ζήσουν μια περιπέτεια που θα αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στη μνήμη και την καρδιά τους. Το βιβλίο Η Μαγεμένη του Πέτρου Χριστούλια, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ίκαρος και απευθύνεται σε παιδιά ηλικίας 9+ ετών, είναι μια περιπέτεια για τη φιλία και τη διαφορετικότητα με φόντο τις Μαγεμένες, τις «Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης».

Το βιβλίο αποτελεί έμπρακτη απόδειξη για το πώς η ιστορία τροφοδοτεί τη μυθοπλασία, ενώ ταυτόχρονα καθιστά σαφές πως πίσω από την καλή λογοτεχνία, σε όποια ηλικιακή ομάδα κι αν απευθύνεται, κρύβεται ενδελεχής έρευνα, που αποτελεί στέρεο υπόβαθρο της γραφής.

Για όσους δεν γνωρίζουν, ο περίφημος μύθος των Μαγεμένων της Θεσσαλονίκης ξεκινά από τη φήμη ενός παράνομου έρωτα, μεταξύ του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της γυναίκας του βασιλιά της Θράκης. Όταν η μοιχός σύζυγος πήγε να συναντήσει τον Αλέξανδρο, τόσο εκείνη όσο και η συνοδεία της μαρμάρωσαν. Οι Μαγεμένες της Θεσσαλονίκης, επίσης γνωστές ως Las Incantadas, είναι ομάδα γλυπτών που αποτελούνταν από πέντε στήλες κορινθιακού ρυθμού, οι τέσσερις από τις οποίες διέθεταν αμφίπλευρα γλυπτά. Τα οκτώ αγάλματα (της Μαινάδας, του Διονύσου, της Αριάδνης, της Λήδας, του Γανυμήδη, ενός εκ των Διόσκουρων, της Αύρας και της Νίκης), που κοσμούσαν τη λεγόμενη στοά των Ειδώλων, τοποθετούνται εκεί κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα.

Αυτά τα αγάλματα για πάνω από 100 χρόνια προσπαθούν να τα αρπάξουν οι διάφοροι πρόξενοι της περιοχής. Αυτός που τελικά θα τα αρπάξει, το 1864, και θα τα μεταφέρει στη Γαλλία είναι ο Εμανουέλ Μιλέρ (Emmanuel Miller), με μια γενναία δωροδοκία του Σουλτάνου. Σε επιστολή του προς τη σύζυγό του, ο Μιλέρ αφηγείται: «Ο Σουλτάνος, μέσω του Μεγάλου Βεζίρη, του Φουάντ Πασά, μου έδωσε την άδεια να αποκολλήσω και να μεταφέρω στη Γαλλία οκτώ αγάλματα της Σαλονίκης, που ήθελα τόσο πολύ...». Η αφαίρεση των περίφημων Μαγεμένων, που είναι γνωστές και ως «Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης», ήταν η πρώτη επίσημα καταγεγραμμένη κλοπή, με την άδεια των τότε οθωμανικών αρχών της πόλης. Τα αγάλματα τοποθετήθηκαν στο Λούβρο, ενώ το μνημείο καταστράφηκε και τα ίχνη του χάθηκαν.

Η ιστορία που αφηγείται ο Χριστούλιας είναι μια περιπέτεια, η δράση της οποίας κρατά μερικές ώρες. Ξεκινά ένα μεσημέρι καλοκαιριού και τελειώνει λίγες ώρες αργότερα. Χρησιμοποιώντας ως αφορμή τη σκανταλιάρικη διάθεση των παιδιών αυτής της ηλικίας, ο συγγραφέας θα βάλει τους ήρωές του να απομακρύνονται από το σπίτι τους, κι έτσι οι αναγνώστες θα περιπλανηθούν μαζί τους στη Θεσσαλονίκη της οθωμανικής περιόδου.

Ο Αλί, ο μικρός μουσουλμάνος που κατοικεί δίπλα στην Καμάρα, θα γνωριστεί με τον Δημήτρη, «που κατοικούσε στη γειτονιά των Ρωμιών». Η γνωριμία τους θα εμπλουτιστεί από τις ιστορίες της κουλτούρας τους που ανταλλάσσουν, αλλά και από εκείνες που πλάθει η παιδική τους φαντασία. Μια μέρα, σκέφτονται πως «μια βόλτα στις γύρω γειτονιές θα ήταν μια καλή ευκαιρία να δουν και να μάθουν και τίποτα άλλο». Και κάπως έτσι, διευρύνοντας τα όρια του κόσμου τους, θα φτάσουν στην άλλη άκρη της πόλης, εκεί που γίνεται το περίφημο ανατολίτικο παζάρι. Μετά «αφού περνούσαν την αγορά, θα έφταναν σε ένα μέρος διάσπαρτο με αρχαία μάρμαρα. Ποιος ξέρει τι ανακαλύψεις τούς περίμεναν εκεί!». Εκεί θα γνωρίσουν τους άλλους δύο ήρωες, τον Ιάκωβο ή Τζάκο, γιο Εβραίου εμπόρου που βοηθά τον πατέρα του στο παζάρι, και τη Νίκη, μια μικρή αγρότισσα από ένα χωριό κοντά στην πόλη, που ο πατέρας της προμηθεύει γάλα τους μαγαζάτορες της Θεσσαλονίκης.

Με γόνιμο τρόπο ο συγγραφέας θα εγκιβωτίσει στην αφήγησή του μικρές αλλά ουσιαστικές λεπτομέρειες. Οι σκηνές στην αγορά με τα τοπικά προϊόντα, όπως το σαφράν (για την παραγωγή και την αξία του οποίου δίνονται αρκετές πληροφορίες), οι αναφορές στα μεταφορικά μέσα της εποχής, όπως το ιππήλατο τραμ, η περιγραφή του λιμανιού με την ξύλινη προβλήτα ή του λιθόστρωτου δρόμου της πόλης, που μετατρέπεται σε χωματόδρομο που καταλήγει σε γειτονιές με χαμόσπιτα, αποδίδουν πειστικά το πλαίσιο του χώρου και του χρόνου της αφήγησης. Με την ίδια ακρίβεια εγκιβωτίζει λεπτομέρειες που αποδίδουν την πολυπρόσωπη ταυτότητα της Θεσσαλονίκης. Με την ενσωμάτωση λέξεων από τις ομιλούμενες γλώσσες της εποχής (όπως οι τσανταρμάδες, δηλαδή οι χωροφύλακες) ή την ενδυμασία των ανθρώπων (από τη μαντιλοφορεμένη Νίκη ως τους Φράγκους με τα ημίψηλα καπέλα και τις κυρίες με τα ομπρελίνα ή τη βρόμικη φανέλα των λιμενεργατών), ο Χριστούλιας θα στήσει και την ανθρωπογεωγραφία της εποχής.

Η περιπέτεια των τεσσάρων παιδιών στο λιμάνι θα εξελιχτεί σε ένα άτυπο κυνήγι θησαυρού. Τα αρχαία αγάλματα θα αναδειχθούν σε συμπρωταγωνιστές. Η προσπάθεια κάποιων λαθρεμπόρων να κλέψουν «το μαρμάρινο κορίτσι» θα επιτρέψει στον συγγραφέα να βάλει και μια άλλη παράμετρο στο κείμενό του. Η περιγραφή του αγάλματος που οι λαθρέμποροι προσπαθούν να φυγαδεύσουν, μέσα από το βλέμμα του μικρού πρωταγωνιστή, αλλά και η «συνομιλία» του Αλί με το άγαλμα, θα αποκαλύψουν στον αναγνώστη τον μαγικό ρόλο της Τέχνης. «Ο μάστορας που σε έφτιαξε ήξερε τον τρόπο να ζωντανεύει την πέτρα» θα της πει ο Αλί. «Πώς γίνεται πριν από τόσα χρόνια οι άνθρωποι να γνώριζαν τόσα πολλά πράγματα. Μπορεί ο θεός αυτού που σε σκάλισε να ήρθε ένα βράδυ στον ύπνο του και να του φανέρωσε τον τρόπο. Σαν να παίζει με τα εργαλεία του ένα όμορφο τραγούδι, που σιγά σιγά γίνεται μαρμάρινη εικόνα».

Μέσα από την οπτική του παιδιού, θα εκφραστεί και η άποψη του ίδιου του Χριστούλια για τον ρόλο της τέχνης στην εκπαίδευση. Σε συνέντευξή του, στο Evia Press, είχε δηλώσει: «Νομίζω ότι η εποχή αλλάζει από χρόνο σε χρόνο πάρα πολύ γρήγορα και ό,τι και να πω μπορεί να μην ισχύει για το πολύ κοντινό μέλλον. Το μόνο που ξέρω είναι ότι όσο το είδος μας υπάρχει σε αυτόν τον πλανήτη, θα υπάρχει και κάποια καλλιτεχνική δραστηριότητα και θα διεισδύει και στην εκπαίδευση, γιατί νομίζω ότι η παραγωγή τέχνης είναι βιολογικό μας χαρακτηριστικό».

Η ιστορία του Χριστούλια συνοδοιπορεί με βιβλία όπως Ο κήπος με τ’ αγάλματα της Ελένης Σαραντίτη, με το Όταν έφυγαν τ’ αγάλματα ή Το παιδί και το άγαλμα του Άντερσεν της Αγγελικής Δαρλάση, με το βιβλίο του Σ. Σταύρου STILL! Ένα άγαλμα που γύρισε τον κόσμο, Το άγαλμα που κρύωνε του Χ. Μπουλώτη ή τη συλλογή διηγημάτων της Εύης Πίνη Η Κυρά της Ελευσίνας και άλλες ιστορίες. Με τη Μαγεμένη, ο Πέτρος Χριστούλιας βάζει τον εαυτό του σε εκείνη την ομάδα των Ελλήνων/-ίδων συγγραφέων που χρησιμοποιούν τα αγάλματα ως πρωταγωνιστές των ιστοριών τους, προκειμένου να αφηγηθούν πτυχές της Ιστορίας λιγότερο γνωστές ή τη στάση κάποιων απέναντι στα μνημεία πολιτισμού. Και με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύουν ότι η Ιστορία δεν αφορά ποτέ μόνο το παρελθόν. Συνομιλεί διαρκώς με το παρόν, ξαναγράφεται και βλέπει με διαφορετικό βλέμμα σύμβολα και μνημεία.

Στο βιβλίο, πέραν του ότι μας παρακινεί να γνωρίσουμε μια εν πολλοίς άγνωστη πτυχή της Ιστορίας, πρέπει να αναγνωρίσουμε και κάτι ακόμα. Είναι ευδιάκριτο στην αφήγηση ότι η αγάπη για τον πολιτισμό δεν συγχέεται με μια άγονη προγονολατρία, που ταλάνισε και ταλανίζει τον τρόπο με τον οποίο συχνά παρουσιάζεται ή αντιμετωπίζεται το παρελθόν.

Επισημάνθηκε εξαρχής ότι είναι ευδιάκριτη στο βιβλίο η ενδελεχής έρευνα που προϋπήρξε. Στο τέλος της ιστορίας, τα παιδιά καταλήγουν στη μελαγχολική διαπίστωση ότι ανήκουν σε εντελώς διαφορετικούς κόσμους και αναρωτιούνται αν θα καταφέρουν να ξανασυναντηθούν. Γιατί αυτή είναι η ιστορική αλήθεια. Στην «εποχή των αυτοκρατοριών», όπως τη χαρακτήρισε ο Hobsbawm, στα εδάφη των οποίων συνυπήρχαν διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές κοινότητες, όπως ακριβώς στην Οθωμανική Θεσσαλονίκη, η συνύπαρξη δεν ήταν πάντα ειρηνική.

Όπως υπογραμμίζει και ο ίδιος ο συγγραφέας στο επιλογικό του σημείωμα: «Η πολυπολιτισμικότητα της Θεσσαλονίκης, όπως εξιδανικευμένα την έχουμε στο μυαλό μας, δεν ήταν δεδομένη. Μπορεί οι κοινωνικές τάξεις που καθόριζαν την οικονομική δραστηριότητα της πόλης να είχαν παραμερίσει κάπως τις διαφορές τους, όμως τις περισσότερες φορές η συνύπαρξη ήταν δύσκολη». Γι’ αυτό δεν αποφεύγει να εγκιβωτίσει στην ιστορία του ούτε τις προκαταλήψεις της μιας κοινότητας για την άλλη ούτε και τις μεταξύ τους ανοιχτές συγκρούσεις. Το κεφάλαιο με τα παιδιά των γειτονιών που παίζουν πετροπόλεμο καταγράφει την πραγματικότητα, που δεν άφηνε ανεπηρέαστα ούτε τα μικρά παιδιά.

Ο Πέτρος Χριστούλιας γεννήθηκε, μεγάλωσε και έφτιαξε τις πρώτες του εικόνες στη Χαλκίδα. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών στο ΑΠΘ. Εργάζεται ως εικονογράφος και δημιουργός κόμικς και πολλές φορές εικονογραφεί τις δικές του ιστορίες. Στη Μαγεμένη, οι μονοσέλιδες και δισέλιδες ασπρόμαυρες εικόνες του, οι μικρές λεπτομέρειες και η καρτουνίστικη διάθεση αποτυπώνουν το ύφος και τις συνθήκες της εποχής. Στο εξώφυλλο, το μοναδικό έγχρωμο σημείο του βιβλίου, δημιουργεί ένα εντυπωσιακό δίπτυχο (ή μάλλον τρίπτυχο, αν συμπεριλάβουμε και το αυτί του οπισθοφύλλου) και αποδίδει, λεπτοδουλεμένα, τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα και τον τόπο.

Ένα βιβλίο που, πέρα από την καθαρή αναγνωστική απόλαυση, προσφέρεται για τη μύηση, την ευαισθητοποίηση και τη συζήτηση με τα παιδιά για θέματα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και του ελληνικού πολιτισμού.

Η Μαγεμένη
Πέτρος Χριστούλιας
εικονογράφηση: Πέτρος Χριστούλιας
Ίκαρος
120 σελ.
ISBN 978-960-572-712-3